- ηλιολάτρης
- ηλιολάτρης, ο και ηλιολάτρισσα, ηαυτός που λατρεύει τον Ήλιο ως θεό: Όλοι σχεδόν οι λαοί της αρχαιότητας ήταν ηλιολάτρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηλιολάτρης — ο, θηλ. ηλιολάτρισσα (Μ ἡλιολάτρης, θηλ. ἡλιολάτρις) αυτός που λατρεύει τον ήλιο ως θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + λατρης (< λά τρον), πρβλ. ανθρωπο λάτρης, ειδωλο λά τρης] … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
ηλιολατρικός — ή, ό [ηλιολάτρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλιολάτρη ή στην ηλιολατρία … Dictionary of Greek